-
1 κοινή
κοινῇcommon: indeclform (adverb)κοινόςcommon: fem dat sg (attic epic ionic)κοινόωcommunicate: pres subj mp 2nd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres ind mp 2nd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres subj act 3rd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres ind act 3rd sg (doric) -
2 κοινῇ
κοινῇcommon: indeclform (adverb)κοινόςcommon: fem dat sg (attic epic ionic)κοινόωcommunicate: pres subj mp 2nd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres ind mp 2nd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres subj act 3rd sg (doric)κοινόωcommunicate: pres ind act 3rd sg (doric) -
3 κοινη-λογέομαι
κοινη-λογέομαι, v. l. von κοινολογέομαι, Hel. 10, 23.
-
4 κοινῇ
-
5 κοινη
adv.1) сообща, совместно, вместе(σύν τινι Xen.; ἁμα τινί и μετα τινος Plat.)
κ. σκεψωμεθα Plat. — рассмотрим сообща, τῆς νοσου τῆσδέ μοι κ. μετασχων Eur. разделяя со мной этот недуг;τό Ἀθηναιων καὴ τὸ Λακεδαιμονιων κ. διανόημα Plat. — единодушие афинян и лакедемонян;τό κ. δόξαν Plat. — общее мнение2) публично, в общественном порядке(κ. καὴ ἰδίᾳ Xen.)
-
6 κοινῇ
κοινῇ adv. 1. сообща; 2. в интересах государства -
7 κοινῇ
κοινῇ s. κοινός 1c. -
8 κοινή
η народный греческий язык, димотика -
9 κοινή
κοινόςcommon: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 κοινῇ
сообща, вместе -
11 κοινῇ
+ D0-0-0-0-5=5 2 Mc 4,5; 9,26; Sir 18,1; 50,17; SusTh 14in general, in its entirety Sir 18,1; together Sir 50,17; in public, publicly 2 Mc 4,5 -
12 κοινῆ
-
13 κοινή γνώμη
jавноcтjавното миcлењеjавноcтаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κοινή γνώμη
-
14 kamuoyu
κοινή γνώμη -
15 κοινός
κοινός, bei Soph. Trach. 205 auch κοινὸς κλαγγά (= ξυνός, also mit ξύν, σύν zusammenhangend, vgl. Buttm. Lexil. II, 264); – 1) gemein, gemeinschaftlich; Hes. O. 720; Pind. λόγος, γάμος, χάρις, Ol. 11, 11 P. 4, 222. 5, 102, öfter, τινί. Sehr häufig bei Tragg.; ὦ κοινὸν ὠφέλημα ϑνητοῖσιν φανείς Aesch. Prom. 614; αὐτάδελφον αἷμα καὶ κοινοῦ πατρός Eum. 89; κοινὰν ἤνυσεν εἰς φίλους ἀρωγάν Soph. Phil. 1130; κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά Trach. 205; κοινὰ γὰρ τὰ τῶν φίλων Eur. Or. 725, öfter auch sonst, sprichwörtlich geworden; in Prosa, κοινὸς ἔστω ὑμῖν ὁ λόγος Plat. Prot. 358 a; Ggstz ἴδιος, was alle Menschen betrifft, ἴδιος, ἀλλ' οὐ κοινὸς ὢν πόνος Rep. VII, 535 b, wie ὀλιγωροῠντες τοῠ κοινοῦ – τοῦ ἰδίου τοῠ αὑτῶν Gorg. 502 e; Eur. πᾶσι γὰρ κοινὸν τόδε ἰδίᾳ ϑ' ἑκάστῳ Hec. 902; κοινὸν εἶναι τουτονὶ τὸν ἀγῶνα ἐμοί τε καὶ Κτησιφῶντι Dem. 18, 5; so öfter cum dat., κοινὸν ταῖςδε φόρτον ἔχων, gemeinschaftlich mit diesen, Eur. Suppl. 20; τὸ δὲ ἡδὺ κοινὸν πάσαις Μούσαις Plat. Legg. VII, 802 c; aber auch ἔργον κοινὸν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀϑηναίων, Menex. 241 c; τὸ ἐπὶ πᾶσι κοινόν Theaet. 185 c; ο ὔ μοι κοινόν τι πρός τινα γεγένηται, ich habe Nichts mit ihm zu schaffen, Lucill. 84 (XI, 141). – 2) das ganze Volk angehend, öffentlich, den Staat betreffend, im Ggstz von ἴδιος, der Einzelne; am Häufigsten τὸ κοινόν, das Gemeinwesen, die Gemeinde, der Staat; τὸ κοινὸν δ' εἰ μιαίνεται πόλις Aesch. Suppl. 366, vgl. 513; καί σφι τὸ κοινὸν τῶν Σαμίων ἔδωκε Her. 6, 14, öfter; auch τὰ κοινὰ τῶν Βαβυλωνίων, die Obrigkeit, 3, 156; Thuc. u. Folgde; οὐ προςεδέξαντο αὐτὸν ἐς τὴν πόλιν οὐδ' ἐπὶ τὸ κοινόν Thuc. 2, 12, nicht in die Stadt u. die Versammlung der Vorsteher der Stadt, die sich außerhalb der Stadt versammeln konnte; oft Pol., der κοινὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα vrbdt, 24, 5, 8; κοινὰ ἐγκλήματα, crimina publica, 20, 6, 1; τὰ κοινὰ διοικεῖν Dem. 1, 22; πρὸς τὰ κοινὰ προςιών im Ggstz von ἰδιώτης ὤν, Aesch. 1, 165, wie οἱ πρὸς τὰ κοινὰ προςεληλυϑότες, Staatsmänner, 3, 17; τὰ κοινὰ πράττειν, Staatsgeschäfte treiben, plat. Hipp. mai. 282 b; Plut.; auch die Staatskasse heißt τὸ κοινόν, Thuc. 1, 80, wie Arist. pol. 2, 8; vgl. Dem. οὔτε χρήματα εἰςφέρειν βουλόμεϑα οὔτε τῶν κοινῶν ἀπέχεσϑαι δυνάμεϑα, 8, 21; πλουτεῖν ἀπὸ τῶν κοινῶν Ar. Plut. 569; τὰ κοινὰ νέμειν καὶ διδόναι Pol. 25, 8, 5; κοιναὶ ἀρχαί 22, 16, 11; – τὸ κοινόν, übh. jede Gesammtheit, auch von einem versammelten Heere, Xen. An. 5, 7, 17. – Κοινὴ διάλεκτος, κοινὰ ὀνόματα u. dgl., die Sprache des gemeinen Lebens, die Alle gebrauchen, D. Hal. iud. Isocr. 2, u. öfter bei Rhett., bes. von Formen, welche nicht einem einzelnen Dialekt angehören; οἱ κοινοί, die Schriftsteller, welche sich dieser Sprache bedienen; – κοινὸς τόπος, locus communis, Rhett.; – ἀπὸ κοινοῦ, aus dem Zusammenhange, oft Gramm.; bei denselben ist κοινὴ συλλαβή syllaba anceps, κοινὸς τῷ γένει generis communis, E. M. – 3) wie Lys. 15, 1 vom Richter verlangt wird, er solle κοινὸς εἶναι τῷ γράψαντι καὶ τῷ φεύγοντι, den Kläger u. den Verklagten auf gleiche Weise hören (also unparteiisch, vgl. Thuc. 3, 53. 68), so nimmt es auch die Bdtg billig, gerechtan, auch gegen Jedermann freundlich; πιστοτέραν εἶναι καὶ κοινοτέραν τὴν μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isocr. 10, 36; τῇ πρὸς πάντας φιλανϑρωπίᾳ κοινός bei Ath. VI, 253 d; vgl. κοινὸς τοῖς φίλοις Isocr. 1, 10; Plut. Aristid. 1. – In tadelnder Bdtg, gemein, niedrig, bes. Sp. – Adv. κοινῶς; τοὐμὸν λέγουσα καὶ τὸ σὸν κοινῶς λέγεις Eur. Ion 1462; κοινῶς ἅπαντες, alle insgesammt, Diphil. Ath. II, 81 a; κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν Thuc. 2, 42; οὐδὲ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isocr. 4, 151; Folgde. – Häufiger noch κοινῇ; τῆς νόσου δὲ τῆςδέ μοι κοινῇ μετασχών Eur. Hipp. 731; Ar. Eccl. 573; τὸ κοινῇ δόξαν Plat. Theaet. 172 b; κοινῇ σκεψώμεϑα Prot. 330 b u. öfter; κοινῇ μετ' ἐκείνου Conv. 209 c; Ggstz ἰδίᾳ, Rep. I, 333 d, wie Xen. Hell. 1, 2, 10 u. sonst; σύν τινι, Xen. Hem. 1, 6, 14; ἅμα, Plat. Phileb. 62 b.
-
16 κοινήι
κοινῇ, κοινῇcommon: indeclform (adverb)κοινῇ, κοινόςcommon: fem dat sg (attic epic ionic)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres subj mp 2nd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres ind mp 2nd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres subj act 3rd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres ind act 3rd sg (doric) -
17 κοινῆι
κοινῇ, κοινῇcommon: indeclform (adverb)κοινῇ, κοινόςcommon: fem dat sg (attic epic ionic)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres subj mp 2nd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres ind mp 2nd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres subj act 3rd sg (doric)κοινῇ, κοινόωcommunicate: pres ind act 3rd sg (doric) -
18 κοινός
η, ό[ν]1) общий; совместный;κοινο χαρακτηριστικό — общая черта;
κοινή υπόθεση — общее дело;
κοινο καλό — общее благо;
κοινά έξοδα (συμφέροντα) — общие расходы (интересы);
η κοινή αυλή — общий двор;
με κοινές προσπάθειες — общими усилиями;
από κοινού — сообща, совместно;
2) публичный, общественный;3) обычный, обыкновенный; простой, обыденный; заурядный, средний;κοινοί θνητοί — простые смертные;
4) грам. общий, обоюдный (о роде);§ κοινή γνώμη — общественное мнение; — общественность;
κοινός νούς — здравый смысл;
κοινός τόπος — общее место, избитая, прописная истина;
κοινή (γυναίκα) — публичная женщина, проститутка;
κοινό μυστικό — секрет полишинеля;
τίποτε το κοινό — ничего общего
-
19 общий
επ., βρ: общ, общи, обще.1. γενικός, καθολικός•-ее правило γενικός κανόνας•
-е собриние γενική συνέλευση•
-ее название γενική ονομασία•
общий кризис γενική κρίση•
-ее впечатление γενική εντύπωση•
-ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•
-ее благо γενικό καλό.
2. κοινός•общий язык κοινή γλώσσα•
-ее мнение κοινή γνώμη•
-ее дело κοινή υπόθεση•
-ими силами με κοινές δυνάμεις•
-ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•
-ая черти κοινό χαρακτηριστικό•
-ими усилиями με κοινές προσπάθειες.
3. ολικός, συνολικός•-ая стоимость ολική αξία ή κόστος•
-итог ολικό άθροισμα•
-ая сумма ολικό ποσό.
4. βασικός• θεμελιώδης•-ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.
εκφρ.в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•-ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•- ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•в -ем – εν τέλει, τελικά•в -ем и в целом – γενικά•в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•в -ем сказать – για να πω γενικά•наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•- ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο. -
20 общий
общ||ийприл1. κοινός, γενικός:\общийее дело ἡ κοινή ὑπόθεση· \общийие интересы τά κοινά συμφέροντα· \общийее благо τό κοινό καλό, ἡ γενική εὐδαιμονία· \общий язык ἡ κοινή γλώσσα· \общийие расходы ἡ συνολική δαπάνη, τά κοινά ἔξοδα· \общийая черта τό κοινό χαρακτηριστικό· \общийее правило ὁ γενικός κανόνας· к \общийему удивлению προς γενικήν ἐκπληξιν, εἰς ἔκπληξιν ὅλων· с \общийего согласия μέ κοινή συγκατάθεση· \общийимн усилиями μέ κοινές προσπάθειες·2. (совокупный) ὁλικός, συνολικός:\общийая сумма τό ὁλικό (или τό συνολικό) ποσό· \общий итог τό σύνολο, τό γενικόν ἀθροισμα· ◊ \общийее впечатление ἡ γενική ἐντύπωση· \общийее место а) ὁ κοινός τόπος, б) ἡ κοινοτοπία (банальность)· \общийее образование ἡ γενική μόρφωση· \общийее собрание ἡ γενική συνέλευση· места́ \общийего пользования οἱ κοινοί χώροι, τά δημόσια μέρη· в \общийих чертах σέ γενικές γραμμές· в \общийем (в итоге) ἐν τέλει· в \общийем и целом γενικώς, γενικά, ἐν γένει· в \общийей сложности συνολικά, ἐν συνόλω· не иметь ничего́ \общийего δέν ἔχω τίποτε τό κοινό· \общий наибольший делитель мат ὁ μέγιστος κοινός διαιρέτης· \общийее наименьшее кратное мат τό ἐλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.
См. также в других словарях:
κοινῇ — common indeclform (adverb) κοινός common fem dat sg (attic epic ionic) κοινόω communicate pres subj mp 2nd sg (doric) κοινόω communicate pres ind mp 2nd sg (doric) κοινόω communicate pres subj act 3rd sg (doric) κοινόω communicate pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινή — η (ενν. γλώσσα) 1. η ελληνική γλώσσα που έγινε διεθνής κατά τους χρόνους του Μ. Αλέξανδρου και κατόπι: Η Κοινή έχει για βάση την Αττική διάλεκτο. 2. η γλώσσα του λαού, η δημοτική, η απλοελληνική: Γράφει στην κοινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινή — (Γλωσσ.). Χαρακτηρισμός που αφορά τη γλώσσα που ομιλούν σε μια χώρα και η οποία αποτελεί το μέσο επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων της. Η δημιουργία κ. γλώσσας επιβάλλεται αναγκαστικά όταν εμφανίζονται μεγάλες διαφορές στις τοπικές διαλέκτους,… … Dictionary of Greek
κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… … Dictionary of Greek
Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση … Dictionary of Greek
κοινή — κοινός common fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… … Dictionary of Greek
κοινῆι — κοινῇ , κοινῇ common indeclform (adverb) κοινῇ , κοινός common fem dat sg (attic epic ionic) κοινῇ , κοινόω communicate pres subj mp 2nd sg (doric) κοινῇ , κοινόω communicate pres ind mp 2nd sg (doric) κοινῇ , κοινόω communicate pres subj act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek